Ίσως να είναι το ξημέρωμα

επαναλαμβάνω την μελωδία που με φέρνει δίπλα σου
νιώθω την ιστορία μου να ράβει κομματάκια που λείπουν σε λάθος σημεία
με αποτέλεσμα τα μπαλώματα να είναι εμφανή
η γλώσσα μου έχει εκλογικεύσει την αίσθηση του τυχαίου μου
και η κίνησή μου δηλώνει μία χρονική διάρκεια.

Μα εγώ δεν πιστεύω στον χρόνο (σκέφτομαι)
Παραμένω ξυπόλητη με ένα πιρούνι στο στέρνο μου να περιμένω την αθεράπευτα ανιαρή θαλπωρή.
Στις μύτες ξανά προσπαθώ να φτάσω το πάνω πάνω ράφι
και να νιώσω κι εγώ σαν εσένα

Μα σαν γδούπος ακούγεται η προσπάθειά μου
καθώς τρέφομαι ακόμη από το κατακίτρινο ρίγος που ξεδιπλώνει κάθε ενα ξημέρωμα

Η ιστορία μου συνεχίζεται σε εκείνες τις απέραντες οάσεις που έκαψα μαζί σου
όταν παίξαμε κρυφτό σε μια παιδική χαρά
Για έναν έρωτα
Για ένα πρόσωπο
Για μία χρονική στιγμή

Μα εγω δεν πιστεύω στον χρόνο!

Και τωρα είμαι η ίδια που ήμουν εκεί
με πολλά ακόμη ξημερώματα στα μάτια μου
τόσα πολλά που δεν χώρεσαν και με έκαναν να ψηλώσω, να δέσω, να σφίξει το στήθος μου
από τα μάτια μου να ξεπροβάλλει κάθε επιθυμία μου ηχηρή

Και ακόμα και εδώ
Ποθώ φυλακισμένα ονειρα
κι έχω ένα φωτεινό αγκάθι επάνω στο μάγουλό μου
να με γρατζουνάει κάθε πρωί
να αμφιταλαντεύεται στο μαξιλάρι τις νύχτες

δεν κάνει κακό στους άλλους
σε μένα κάνει.

N



Υφαίνει μαύρες κλωστές στα στήθη σου
Είσαι δώδεκα ετών κι έχεις ήδη πέσει από τον τρίτο όροφο
Αναζητώντας την προσοχή που τους χάρισες ως τα γεράματα τους
Απέναντι σου δεκατρία πακέτα τσιγάρα
Περιμένουν να σε συρρικνώσουν
Μα φυσάει πολύ απόψε και η νύχτα είναι στιφή
Τόσο που τη γεύεσαι στο πάνω μέρος του χειλιού σου
Και παρατηρείς τώρα
Πώς κρεμούν τις προσπάθειές σου στο σχοινί
Πώς σου αλείφουν μ’ αυτές το μέτωπο κάθε φορά που γεννιέσαι
Καταλαβαίνεις πως οι λέξεις που μαθαίνεις δεν έχουν ήχο
Μα εσύ νιώθεις το θόρυβό τους
στην κοιλιά σου
Κι έτσι , χωρίζεις σε τρία μέρη τον εαυτό σου στα δεκαοκτώ
κι αρχίζεις να τον τρως στα εικοσιένα
Αρχικά μασουλάς με τα μπροστινά σου δόντια το πάνω μέρος
Αυτό είναι για εσένα
Το μεσαίο κομμάτι το αφήνεις για τους περαστικούς σου
Και το τελευταίο, για το σβήνει σιγανά η βροχή στο παράθυρο
Ύστερα προσκαλείς σε δείπνο
Εκείνον που απέρριψες
Γιατί με τα χρόνια η μοναξιά γίνεται ενοχή
και είπαν πως είναι δυσβάσταχτη
Κάπως έτσι ορίζονται όλα στη βουβή γλώσσα των μεγάλων
Που θέλουν να πιστεύουν τους εαυτούς τους για σπουδαίους
Θα μπορούσε να είναι ίσως λίγο πιο θεατρικό

Μα έχασε την ομορφιά του κάτω από αυτή τη γη.

Ω.


i.  Κάθε βράδυ βυθίζω τις σκέψεις μου.
Σε συναντώ με την επίφαση μιας - κάποιας ηρεμίας
Με αφοπλίζεις ακαριαία.
Κοιτώ λοιπόν από το ατσαλένιο μου παράθυρο τους πύργους που καίνε
Κοιτώ ευθύς τα βλέφαρά σου προσπαθώντας να τα ζωγραφίσω επάνω μου
καταφέρνω μονάχα να ρουφήξω την υγρασία τους
διαρκώς καταπίνω το χρώμα τους
μα με μουτζουρώνει μανιωδώς

-----------

ii. Πνίγω μία λέξη
και ισορροπώ
σε δυο κοφτερές γωνίες
ανασκουμπώνομαι στην παγωμένη μου θέση
και δένομαι πιο σφιχτά

η ρήξη μου με την ακραία πραγματικότητα
ένα διαρκές λούνα παρκ.

Ανασηκώνεις την εφηβική σου αυτοπεποίθηση με δυσκολία
και καταβάλλεις προσπάθειες
να πειστείς για την εγκυρότητα κάποιας παλιάς σου πεποίθησης
και ο πυρετός μου ανεβαίνει
όσο έξω σκοτεινιάζει
όσο περνά η ώρα και δεν βλέπεις πως αδυνατείς να με ξεδέσεις

-------------------

iii. Βλέπω να ταράζεται η θάλασσα καθώς την πονάμε με το ανυπόμονο πλοίο-
άλλοι πίσω μου φωτογραφίζουν τα χάρτινα σύγνεφα,
άλλοι παίζουν με τις στάλες χιονιού
κι άλλοι στρογγυλοκάθονται στις άβολες θέσεις τους
-
τους αποφεύγω.

Μα είδα από πριν τις πελώριες τρύπες
ανάμεσα στα φρύδια τους
και με τρομάζουν
Περπατώ προς την πλώρη
πάντα με ερέθιζε η σκέψη του θανάτου μου εκεί

Βλέπω ευθύς να χοροπηδούν ζαλισμένες στις οικονομικές θέσεις
αμέτρητες αναμνήσεις παιδικών γέλιων και χαχανητών
αναθαρρεί η αφέλειά μου τώρα και τολμά μία προσπάθεια επιβίωσης
μα ακόμα δεν κατανοώ πού στο καλό βλέπετε το μυστήριο
και ίσως αυτό γκρεμίζει τα στηρίγματα.


Τόσες ευφάνταστες επεξηγήσεις
για μία τόση δα παιδική συνήθεια.



ΙΙΙ

'' Έμπορας, έμπορας
λευκής και κόκκινης σαρκός
περνώ και πάλι μέσα από τα σπίτια σας''

και ξάφνου τα κεφάλια όλων των πανομοιότυπων ανθρώπων
στρέφονται προς τις ζωντανές τους οθόνες
τα σώματα κάθονται όπως προστάζουν οι οδηγίες χρήσης

''καταγράφω κάθε μέρα τις κινήσεις των προμηθευτών μου,
έμπορας, έμπορας
λευκής και κόκκινης σαρκός.
τους στέλνω διαφημιστικές φυλλάδες
από ψηφιακούς μπιτέδες
ώστε να χωρούν τα εικονικά τους σώματα
να είναι άνετα στρωμένα χάμω
και πατώντας το πορφυρό λαμπιόνι
-το περιμένουν πώς και πώς-
ξεπροβάλλουν
αποπνηχτικοί καπνοί λαγνείας και σπέρματος''


''..σας έφερα και ένα καινούριο φούρνο μικροκυμάτων.
χωρούν μέσα δυό δυό οι προσκεκλημένοι σας.
ό,τι σας πουν οι οδηγίες.''

ό,τι σας πουν
οι οδηγίες.

Aρσενική πόρνη του Στράτου Π. από Βακχικόν



Άφησε

Τ' αποτυπώματα της πάνω σου

Γαμιέσαι σαν το σκυλί

Λυσσασμένο

Και μετά;

Αρσενική πόρνη

Καυτό νερό στην ένοχη σάρκα

Τρίβεις

Τρίβεις να φύγουν οι μνήμες

Οι ενοχές

Η δυσωδία της αγάπης

ΚΡΥΜΜΕΝΑ / Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Απ΄όσα έκαμα κι απ'όσα είπα
να μη ζητήσουν να βρουν ποιός ήμουν.
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα -
από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.
Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.
Κατόπι - στην τελειοτέρα κοινωνία -
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ' ελεύθερα θα κάμει.

Ο καιρός της μίας μέρας


Κάθε λεπτό, όσο μεγαλώνω, τα πάντα είναι ανατρεπτικά.
Φοβερές εκείνες οι αναμνήσεις που σε όλα τα παιδάκια ντρεπόμουν να μιλήσω
Τώρα ντρέπομαι που κλαίω.
Που κλαίω με λυγμούς κάθε μέρα για τις ανάγκες που δημιούργησα.
Τερατούργησα.

Έχω ανάγκη τον άλλο.
Τον κάποιο δικό μου άλλο.

Τόσο ύπουλες στροφές αυτός ο κόσμος.
Τόσο ψεύτικες εικόνες αυτή η πραγματικότητα.

Και η ερωτική αγάπη.
Τη μισώ Αυτή την αγάπη.
Αυτή την πόρνη που με έκανε να νιώθω τόσο ευτυχισμένη, ώστε ευχόμουν ο κόσμος όλος να νιώσει μία μέρα ακριβώς όπως εγώ.
Το παίρνω πίσω.
Να του λείπει του κόσμου.

Μα αυτή είναι η αγάπη!Θαυμάστε τη!

Να νιώθεις μοναδικός, για μία ημέρα.
Τόσο γρήγορα περνάει αυτός ο καιρός , ο καιρός της μίας μέρας.
Μετά κάθεσαι οκλαδόν, με το κεφάλι να ακουμπάει την κοιλιά σου, νιώθοντας αυτό το σφίξιμο μέσα στα στήθια σου και ουρλιάζοντας σιωπηρά μέσα στο μαξιλάρι.
Χτυπάς το κορμί σου για να νιώσεις εκείνο τον στιγμιαίο πόνο που σε ανακουφίζει.

Πού είναι, λες, ο καιρός που ήμουν ζωντανός .




Φωνή

Ξυπνώ
ντύνομαι
και περπατώ στις μύτες των ποδιών σου
κοιτώ να με κοιτούν απ'το παράθυρό σου

στέκομαι
χτισμένη
στους τοίχους των χεριών σου
στραγγίζω αλάτι από το λαιμό σου

αφήνω
το αίμα σου κρύσταλλο να ξεραθεί
επάνω στη φωνή μου

Μα ρόδο ολόλευκο κύλησε στο πλάι σου
η μορφή μου
Δεν πρόσεξες
και ανεπαρκώς τη διαμοίρασες .