Ω.


i.  Κάθε βράδυ βυθίζω τις σκέψεις μου.
Σε συναντώ με την επίφαση μιας - κάποιας ηρεμίας
Με αφοπλίζεις ακαριαία.
Κοιτώ λοιπόν από το ατσαλένιο μου παράθυρο τους πύργους που καίνε
Κοιτώ ευθύς τα βλέφαρά σου προσπαθώντας να τα ζωγραφίσω επάνω μου
καταφέρνω μονάχα να ρουφήξω την υγρασία τους
διαρκώς καταπίνω το χρώμα τους
μα με μουτζουρώνει μανιωδώς

-----------

ii. Πνίγω μία λέξη
και ισορροπώ
σε δυο κοφτερές γωνίες
ανασκουμπώνομαι στην παγωμένη μου θέση
και δένομαι πιο σφιχτά

η ρήξη μου με την ακραία πραγματικότητα
ένα διαρκές λούνα παρκ.

Ανασηκώνεις την εφηβική σου αυτοπεποίθηση με δυσκολία
και καταβάλλεις προσπάθειες
να πειστείς για την εγκυρότητα κάποιας παλιάς σου πεποίθησης
και ο πυρετός μου ανεβαίνει
όσο έξω σκοτεινιάζει
όσο περνά η ώρα και δεν βλέπεις πως αδυνατείς να με ξεδέσεις

-------------------

iii. Βλέπω να ταράζεται η θάλασσα καθώς την πονάμε με το ανυπόμονο πλοίο-
άλλοι πίσω μου φωτογραφίζουν τα χάρτινα σύγνεφα,
άλλοι παίζουν με τις στάλες χιονιού
κι άλλοι στρογγυλοκάθονται στις άβολες θέσεις τους
-
τους αποφεύγω.

Μα είδα από πριν τις πελώριες τρύπες
ανάμεσα στα φρύδια τους
και με τρομάζουν
Περπατώ προς την πλώρη
πάντα με ερέθιζε η σκέψη του θανάτου μου εκεί

Βλέπω ευθύς να χοροπηδούν ζαλισμένες στις οικονομικές θέσεις
αμέτρητες αναμνήσεις παιδικών γέλιων και χαχανητών
αναθαρρεί η αφέλειά μου τώρα και τολμά μία προσπάθεια επιβίωσης
μα ακόμα δεν κατανοώ πού στο καλό βλέπετε το μυστήριο
και ίσως αυτό γκρεμίζει τα στηρίγματα.


Τόσες ευφάνταστες επεξηγήσεις
για μία τόση δα παιδική συνήθεια.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου