N



Υφαίνει μαύρες κλωστές στα στήθη σου
Είσαι δώδεκα ετών κι έχεις ήδη πέσει από τον τρίτο όροφο
Αναζητώντας την προσοχή που τους χάρισες ως τα γεράματα τους
Απέναντι σου δεκατρία πακέτα τσιγάρα
Περιμένουν να σε συρρικνώσουν
Μα φυσάει πολύ απόψε και η νύχτα είναι στιφή
Τόσο που τη γεύεσαι στο πάνω μέρος του χειλιού σου
Και παρατηρείς τώρα
Πώς κρεμούν τις προσπάθειές σου στο σχοινί
Πώς σου αλείφουν μ’ αυτές το μέτωπο κάθε φορά που γεννιέσαι
Καταλαβαίνεις πως οι λέξεις που μαθαίνεις δεν έχουν ήχο
Μα εσύ νιώθεις το θόρυβό τους
στην κοιλιά σου
Κι έτσι , χωρίζεις σε τρία μέρη τον εαυτό σου στα δεκαοκτώ
κι αρχίζεις να τον τρως στα εικοσιένα
Αρχικά μασουλάς με τα μπροστινά σου δόντια το πάνω μέρος
Αυτό είναι για εσένα
Το μεσαίο κομμάτι το αφήνεις για τους περαστικούς σου
Και το τελευταίο, για το σβήνει σιγανά η βροχή στο παράθυρο
Ύστερα προσκαλείς σε δείπνο
Εκείνον που απέρριψες
Γιατί με τα χρόνια η μοναξιά γίνεται ενοχή
και είπαν πως είναι δυσβάσταχτη
Κάπως έτσι ορίζονται όλα στη βουβή γλώσσα των μεγάλων
Που θέλουν να πιστεύουν τους εαυτούς τους για σπουδαίους
Θα μπορούσε να είναι ίσως λίγο πιο θεατρικό

Μα έχασε την ομορφιά του κάτω από αυτή τη γη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου