Vida retirada του Fray Luis De Leon (1527-1591)


( Ένα λυρικά ατμοσφαιρικό και συμβολικό άσμα στην καθάρια γαλήνη που προσφέρει η ευχαρίστηση του να ζεί κανείς με τον εαυτό του και όχι πάνω στα θέλω κάποιων άλλων, κοντά στη μητέρα φύση.
Ακολουθεί και μετάφραση από τον Ρήγα Καππάτο. )


  ¡Qué descansada vida
la del que huye el mundanal ruïdo
y sigue la escondida
senda por donde han ido
los pocos sabios que en el mundo han sido!    

  Que no le enturbia el pecho
de los soberbios grandes el estado,
ni del dorado techo
se admira, fabricado
del sabio moro, en jaspes sustentado.          

  No cura si la fama
canta con voz su nombre pregonera,
ni cura si encarama
la lengua lisonjera
lo que condena la verdad sincera.              

  ¿Qué presta a mi contento
si soy del vano dedo señalado,
si en busca de este viento
ando desalentado
con ansias vivas y mortal cuidado?            

  ¡Oh campo, oh monte, oh río!
¡Oh secreto seguro deleitoso!
roto casi el navío,
a vuestro almo reposo
huyo de aqueste mar tempestuoso.              

  Un no rompido sueño,
un día puro, alegre, libre quiero;
no quiero ver el ceño
vanamente severo
de quien la sangre ensalza o el dinero.        

  Despiértenme las aves
con su cantar süave no aprendido,
no los cuidados graves
de que es siempre seguido
quien al ajeno abritrio está atenido.          

  Vivir quiero conmigo,
gozar quiero del bien que debo al cielo
a solas, sin testigo,
libre de amor, de celo,
de odio, de esperanzas, de recelo.            

  Del monte en la ladera
por mi mano plantado tengo un huerto,
que con la primavera
de bella flor cubierto,
ya muestra en esperanza el fruto cierto.      

  Y como codiciosa
de ver y acrecentar su hermosura,
desde la cumbre airosa
una fontana pura
hasta llegar corriendo se apresura.            

  Y luego sosegada
el paso entre los árboles torciendo,
el suelo de pasada
de verdura vistiendo,
y con diversas flores va esparciendo.          

  El aire el huerto orea,
y ofrece mil olores al sentido,
los árboles menea
con un manso ruïdo,
que del oro y del cetro pone olvido.          

  Ténganse su tesoro
los que de un flaco leño se confían:
no es mío ver al lloro
de los que desconfían
cuando el cierzo y el ábrego porfían.          

  La combatida antena
cruje, y en ciega noche el claro día
se torna; al cielo suena
confusa vocería,
y la mar enriquecen a porfía.                  

  A mí una pobrecilla
mesa, de amable paz bien abastada
me baste, y la vajilla
de fino oro labrada,
sea de quien la mar no teme airada.            

  Y mientras miserable-
mente se están los otros abrasando
en sed insacïable
del no durable mando,
tendido yo a la sombra esté cantando.          

  A la sombra tendido
de yedra y lauro eterno coronado,
puesto el atento oído
al son dulce, acordado,
del plectro sabiamente meneado.                



Μετάφραση

Ξέγνοιαστη ζωή

Τί ξέγνοιαστη είναι η ζήση
αυτού που ζει μακρυά από τους θορύβους,
και το κρυφό δρομάκι
ακολουθεί απ όπου
οι λίγοι σοφοί πέρασαν του κόσμου.

Που δεν του δέρνουν την ψυχή
των υπερήφανων μεγάλων οι έγνοιες,
ούτε στο χρυσό το θόλο
θαυμάζεται, φτιαγμένο
απ'το σοφό Μαυριτανό, σε ιάσπιδες.

Δεν γνοιάζεται αν η φήμη
διαλαλητά φωνάζει τ'όνομά του
ούτε κι αν παινεύει
με κολακείες η γλώσσα
εκείνο που καταδικάζει η αλήθεια.

Ποιά είν' η οφέλειά μου,
αν φιλόδοξο δάχτυλο με δείχνει,
σαν ψάχνοντας τον αέρα
τρέχοντας, ξέπνοα, πάω
με ζωντανή αγωνία κι έγνοια θανάτου;

Ω, ποταμοί,όρη,ω, κάμποι!
Ω, φυλαγμένο μυστικό, χαρά μου!
Με πλοίο σχεδόν σπασμένο
στην ξεγνοιασιά σας πάω
φεύγοντας απ αυτή την άγρια θάλασσα.

Ένα όνειρο ακέραιο,
μια ελεύθερη μέρα χαράς, καθάρια
ποθώ κι όχι το σκυθρωπό
και ματαιόδοξο βλέμμα
εκείνου που την πίεση ανεβάζει

ή τις τιμές. Πουλάκια
με φυσικό τραγούδι ας με ξυπνάνε,
όχι οι βαριές οι έγνοιες
που πάντα ακολουθάνε
αυτόν που ΞΈΝΗ βούληση κραταέι.

Να ζω με τον εαυτό μου 
και να χαρώ ό,τι στα ουράνια οφείλω,
μόνος, χωρίς μαρτύρους,
ελεύθερος από έρωτα,
ζήλειες, ελπίδες, μίση, δυσπιστίες.

Με κόπο ένα μποστάνι
έχω φυτέψει στου βουνού το πλάι,
κι η άνοιξη σαν φτάνει,
με άνθη σκεπασμένο,
δείγματα δείχνει των καρπών που θά'ρθουν.

Κι άπληστη καθώς βλέπει
την ομορφιά του να φουντώνει,επάνω
απ΄την απέραντη ράχη,
μια πηγή κρουσταλλένια
στα πλάι ροβολάει να΄ρθεί σ΄εκείνο

μετά, συγκρατημένη,
μπερδεύοντας το βήμα μες στα δέντρα,
καθώς περνάει τη γη του
με πρασινάδα ντύνει,
και με πολύχρωμα άνθη όλη τη ρένει.

Ο αγέρας το αερίζει,
σκορπώντας χίλιες ευωδιές στη φύση,
κουνεί τα δέντρα γύρω
μ'ένα γαλήνιο θρόο,
που κάνει να ξεχνάς πλούτη και σκήπτρο.

Δρέψτε το θησαυρό του
όσοι μια παλιά βάρκα εμπιστευόσαστε,
ας μην ιδώ το κλάμα
εκείνων που αμφιβάλλουν
σαν ο βοριάς και ο γαρμπής πεισμώνουν.

Η αντέννα που χτυπιέται
τρίζει κι η μέρα νύχτα γίνεται,
ο ουρανός σφυρίζει
με φωνές συγχυσμένες,
και με άμιλλα τη θάλασσα πλουτίζουν.

Σ'εμένα ένα φτωχούλι
τραπέζι μ'ευχαρίστησης γαλήνη
μου αρκεί. Και τα σερβίτσια
τα χρυσοκεντημένα
ας μένουν εκεινού που αγριεμένη

θάλασσα δεν φοβάται.
Κι ενώ αλλους άθλια ψήνει,
φλογίζοντας κι αποκαρώνοντάς τους,
μια ακόρεστη δίψα
της πρόσκαιρης θητείας

εγώ ξάπλα στον ίσκιο τραγουδάω,
στον δροσερό τον ίσκιο,
με δάφνη και κισσό στεφανωμένος,
και με το αυτί στημένο
στον γλυκό ήχο που η κιθάρα βγάνει.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου